- ρεγιωνάριος
- και ῥεγεωνάριος, ὁ, ΜΑ1. αστυνόμος2. αυτός που ανήκει σε ορισμένη περιοχή3. αξιωματούχος σε συγκεκριμένη θέση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥεγιών / ῥεγεών + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -arius)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρεγεωνάριος — ὁ, ΜΑ βλ. ῥεγιωνάριος … Dictionary of Greek